χορόδραμα

χορόδραμα
το балет (жанр)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "χορόδραμα" в других словарях:

  • χορόδραμα — Είδος μπαλέτου. * * * το, Ν χορευτικό δράμα, σκηνικό έργο τού οποίου το περιεχόμενο εκφράζεται με χορό και μιμική, καθώς και με τη συνοδεία μουσικής, κν. μπαλέτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + δράμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1872 στο ημερολόγιο Καζαμίας… …   Dictionary of Greek

  • χορόδραμα — το, ατος μορφή μπαλέτου που συνδυάζει χορό με παντομίμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μάνου, Ραλλού — (Αθήνα 1915 – 1987). Χορογράφος και καθηγήτρια χορού. Σπούδασε γυμναστική, χορό και ρυθμική στο Παρίσι, στο Μόναχο, στη Νέα Υόρκη και στην Αθήνα, κοντά στην Κούλα Πράτσικα, στη σχολή της οποίας δίδαξε μετά το 1937. Το 1941 ίδρυσε σχολή χορού και… …   Dictionary of Greek

  • μιμόρχημα — το όρχηση που έχει μιμική υφή, χορόδραμα, μπαλέτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῖμος + ὄρχημα, απόδοση τού όρου ballet. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως] …   Dictionary of Greek

  • μπαλέτο — Ενιαία σκηνική παράσταση που αναπτύσσει πλήρως ένα συγκεκριμένο θέμα μέσω του χορού και της παντομίμας, με συνοδεία μουσικής και με τη βοήθεια σκηνικών και κουστουμιών. Είναι ένας τύπος θεάματος που γεννήθηκε και αναπτύχθηκε στην Ευρώπη –και από… …   Dictionary of Greek

  • χορόμιμος — ο, Ν χορόδραμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + μίμος «η παντομίμα». Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Ιω. Καρασούτσα] …   Dictionary of Greek

  • χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… …   Dictionary of Greek

  • Αντζιολίνι, Γκασπάρο — (Gasparo Angiolini, Φλωρεντία 1731 – Μιλάνο 1803). Ιταλός χορευτής, χορογράφος και συνθέτης. Εργάστηκε αρχικά ως χορογράφος στο Βασιλικό Θέατρο του Τορίνο. Αργότερα, συνεργάστηκε με τον Αυστριακό χορογράφο Χίλφερντιγκ στη Βιέννη και έθεσαν τις… …   Dictionary of Greek

  • Κορνέιγ, Πιερ — (Pierre Corneille, Ρουέν 1606 – Παρίσι 1684). Γάλλος θεατρικός συγγραφέας. Αρχικά σπούδασε σε ένα σχολείο ιησουιτών. Αργότερα ακολούθησε τη νομική επιστήμη, έγινε δικηγόρος και διορίστηκε σε μια δημόσια θέση, στη γενέτειρά του, όπου εργάστηκε για …   Dictionary of Greek

  • Λεβίδης — Επώνυμο αριστοκρατικής οικογένειας εθνικών αγωνιστών, λογίων, πολιτικών και καλλιτεχνών από τα Ταταύλα της Κωσταντινούπολης. 1. Δημήτριος (Ταταύλα 1768 – 1821). Φιλικός και εθνομάρτυρας. Εκτελέστηκε από τους Τούρκους με απαγχονισμό, λίγο πριν από …   Dictionary of Greek

  • Ντάνκαν, Ισιντόρα — (Isidora Duncan, Σαν Φρανσίσκο 1878 – Νίκαια 1927). Βορειοαμερικανίδα χορεύτρια. Το πάθος της για την τέχνη και το χορό που εκδηλώθηκε πολύ νωρίς την έκανε να συλλάβει την ιδέα ενός χορού ελεύθερου, εμπνευσμένου από την ίδια τη φύση. Η πρωτότυπη… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»